- ἐκφορά
- вынос (для погребения)
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐκφορά — ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc/acc dual ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορᾷ — ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… … Dictionary of Greek
εκφορά — η 1. κηδεία, ξόδι. 2. (γραμμ.), ιδιαίτερος τρόπος σύνταξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορᾶι — ἐκφορᾷ , ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοράν — ἐκφορά̱ν , ἐκφορά carrying out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοράς — ἐκφορά̱ς , ἐκφορά carrying out fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοραῖς — ἐκφορά carrying out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοραί — ἐκφορά carrying out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορᾶς — ἐκφορά carrying out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)